σκουπιδαρειό

σκουπιδαρειό
το, Ν
1. μέρος στο οποίο απορρίπτονται ή υπάρχουν σκουπίδια
2. μτφ. μέρος όπου επικρατεί ακαταστασία και ακαθαρσία («τό παραμέλησαν το σπίτι κι έγινε σκουπιδαρειό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. -αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδ-αρειό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”